- ντερτιλής
- οαυτός που έχει ντέρτια, καημούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dertili < τουρκ. dert].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντερτιλής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που έχει βάσανα, καημούς, ντέρτια, μεράκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντερτιλήδικος — η, ο [ντερτιλής] ντερτιλής … Dictionary of Greek